ἐλαφίνης

ἐλαφίνης
ἐλᾰφ-ίνης, ου, ,
A young deer, fawn, Aq. 1 Ki.24.3, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελαφίνης — ἐλαφίνης, ο (Α) ελαφάκι, νεβρός …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφίνης — young deer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”